- αδιασάλευτος
- -η, -ο [διασαλεύω]αυτός που δεν διασαλεύτηκε ή δεν μπορεί να διασαλευτεί, αδιατάραχτος, απαρασάλευτος, σταθερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιασάλευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε διασαλεύτηκε, αδιάσειστος: Σ όλη τη διάρκεια της συγκέντρωσης η τάξη έμεινε αδιασάλευτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)